- προσυπογραφή
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπογράφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικ. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυπογραφή — η η πράξη του προσυπογράφω, πρόσθετη υπογραφή: Το συμβόλαιο χρειάζεται και την προσυπογραφή δύο μαρτύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)